- υπερπολυς
- ὑπέρπολυςὑπέρ-πολυςπόλλη, πολυ1) чрезвычайно многочисленный, бесчисленный, несметный Aesch., Xen., Dem.2) чрезмерный
(τὸ αἴτημα Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(τὸ αἴτημα Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ὑπέρπολυς — overmuch masc nom sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερπόλλους — ὑπέρπολυς overmuch masc acc pl ὑπέρπολυς overmuch masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπέρπολλα — ὑπέρπολυς overmuch neut nom/voc/acc pl ὑπέρπολυς overmuch neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπέρπολλος — ὑπέρπολυς overmuch masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπέρπολυ — ὑπέρπολυς overmuch neut nom/voc/acc sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολύς — πολλή, πολύ, ΝΜΑ, και επικ. τ. πουλύς, πουλύ και ιων. τ. πολλός, ή, όν, Α 1. (για αριθμό και συχνά με ονόματα τα οποία δηλώνουν την έννοια τού πλήθους) αυτός που υπάρχει ή γίνεται σε μεγάλη ποσότητα (α. «συγκεντρώθηκε πολύς λαός για να τόν… … Dictionary of Greek
υπέρπολλος — η, ον, Α ιων. τ. βλ. υπέρπολυς … Dictionary of Greek
υπέρπολυ — πολλη, πολυ / ὑπέρπολυς, πόλλη, πολυ, ΝΜΑ, και ιων. τ. ὑπέρπολλος, η, ον, και τ. ουδ. ὑπέρπουλυ, Α [πολύς / πολλός] πάρα πολύς, υπέρμετρος … Dictionary of Greek
υπερ- — α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση ὑπέρ* και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: α) πάνω, πέρα, έξω, μακριά από κάτι, με καθαρά τοπική σημασία (πρβλ. υπέρ θυρο, υπερ πηδώ, υπερ πόντιος), αλλά… … Dictionary of Greek